βυζαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βυζαστὸς ἔπιθ. ἀμάρτ. Οὐδ. βυζαστὸ Κεφαλλ. βυζαχτὸ Θήρ.
Σημασιολογία
1) Ὁ δίκην θηλασμοῦ γινόμενος Κεφαλλ.: Βυζαχτὸ φιλεῖ. 2) Οὐδ. οὑσ.᾿ παιδιὰ καθ᾿ ἣν περῶν τις εἰς δέρμα κλωστήν διὰ κόμβου ἐξ αὐτοῦ συγκρατουμένην καὶ σιελώνων τὴν κάτω ἐπιφάνειαν τοῦ δέρματος ἐπικολλᾷ ἐπὶ λίθου, τὸν ὁποῖον ἔπειτα ἀνασύρει οὕτω διὰ τοῦ νῆματος Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA