γιˬαγλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαγλίκι τὸ, Κρήτ. γιˬαgλίκι Κρήτ. (Σέλιν) γιˬαγλιούχι Καππ. (Φλογ.) Πληθ. γιˬαγλιούχια Καππ. (Φλογ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaglik = πετσέτα φαγητοῦ.

Σημασιολογία

1) Πετσἐτα Καππ. (Φλογ.) Κρήτ.: Πᾶν τὄνα παίρισκεν τὸ γιˬαγλιούχι μὲ τ᾽ ὀβγά τ᾽ (πᾶν τὄνα = ὁ καθένας, παίρισκεν = ἔπαιρνε) Φλογ. Τὸ Μέγα Πέφτ παίρισκαμ᾽ ὀβγὰ σὲ γιˬαγλιούχιˬα μέσα αὐτοθ. 2) Μανδήλιον ρινὸς Καππ. ᾎσμ. Κι ἄν τὸ περνᾶ, γονιˬόκα μου, γιˬαγλιούχιˬα μὲ τὸ μόσκο (γονιˬόκας = πατὴρ) Καππ. 3) Πληθ., τὰ ἐπίσημα, τὰ ἐορταστικὰ φορέματα κρήτ. (Σέλιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/