βυζὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζὶ τό, βυζίν Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) βυζὶ κοιν. καὶ. Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) β’ζὶ βόρ.ἰδιώμ. βυζ-ζὶν Κῶς Χίος (Ὄλυμπ.) βυζ-ζὶν Σύμ. Χίος (Πυργ.) βυτζὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βυντζὶ Σίφν. Χίος βουζὶ Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Ραβέν.) Θρᾴκ. Τσακων. ’υζὶ Κάρπ. μυζ-ζὶν Ἰκαρ. μπουτζὶ Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βυζίν. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κορ. ᾿Ατ. 2,28 ΓΧατζιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5(1918/20) 15-16 ἐν Ἀθηνᾷ 37 (192δ) 244, 38 (1926) 15 κἑξ. καὶ ἐν Glotta 15 (1927) 144 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. μυζ-ζὶν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 422, 426.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μαστὸς τῆς γυναικὸς καὶ τῶν Θηλαστικῶν ζῴων κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων: Ἡ γυναῖκα-ἣ κωπέλλα ἔχει μεγάλα βυζιˬὰ κοιν. Ἡ ρῶγα τοῦ βυζιοῦ κοιν. Τὸ βυζὶ τῆς γίδας-τῆς προβάτας-τῆς σκύλλας κττ. ᾿Εγέννησε ἡ γυναῖκα του, ἀλλὰ δὲν ἐκατεβάσασι γάλα τὰ βυζία της Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔβγαλε καρκίνο ἀπὰ ᾿ς τὸ βυζὶ καὶ τῆς τὸ ’κόψασι αὐτόθ. Οὐτ’ ἔχουνε γάλα τὰ βυζία μ’ Ὄφ. Ἔγι μοζοῦντα τὸ βουζί σι (πονεῖ τὸ βυζί της) Τσακων. Σκίσ’κε ἡ ἁμαζόνα τ’ς καὶ φάν’κε τὸ β’ζι’ τ᾿ς Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἤβγαλι τὰ β’ζά τ’ς τὶ καταρε͜ιῶταν Λέσβ. || Φρ. Βάζω ’ς τὸ βυζὶ (θηλάζω) κοιν. Ἀρχίζει τὸ παιδὶ νὰ πιάνῃ βυζὶ (ἀρχίζει νὰ θηλάζῃ) Μακεδ. (Σιάτ.) Παιδὶ τοῦ βυζιοῦ (βρέφος θηλάζον) Πελοπν. (Κορινθ.) Μουρὸν τοῦ βυζιοῦ (μουρὸν=μωρὸν) Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἤπηρές του τὸ βυζὶ (τοῦ ἐσταμάτησες τὸν θηλασμὸν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μέσ’ ’ς τσοὶ ρῶες τῶ βυζῶ σου νά ’ναι οἱ χίλιοι διαόλοι καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἐβγαλημο! (ἀρὰ) αὐτόθ Βρῆκε β’ζὶ καὶ β’ζαίν’ (ἐκμεταλλεύεται ἄνθρωπον εὔπορον) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) || Γνωμ. Τὸ βυζὶ καὶ τὸ μαλλὶ || τῶ γυναικῶνε ἡ στολὴ Πελοπν. (Λάστ.) ᾿Αντρας μὲ μουστάκι καὶ γυναῖκα μὲ βυζὶ δὲ θέλουν ὀρμήνεια Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || ᾊσμ. Οὐδὲ μάλαμ᾿ εἶν᾿ αὐτὸ κιˬ οὕδε καθάρςο ἀσήμι, αὐτὰ εἶν᾿ τῆς κόρης τὰ βουζιˬά, τῆς κόρης κορφοβούζιˬα Καρ. Θέλεις μἐ πέτρα δεῖρε με, θέλεις μὲ τὸ λιθάρι, θέλεις μὲ τ᾿ ἄσπρο σου βυζὶ δεἴρε με ’ς τὸ κεφάλι Θεσσ. Σὰ dὸ λεμόνι τ’ ἄgουρα μυρίζου dὰ βυζά σου, καὶ τὰ μυρίστηκα κ’ ἐγὼ κ᾿ ἐbῆκα ’ς τὸ σεβdᾶ σου Κρήτ. || ᾎσμ. ’Ρκινήσαν τὰ βυζ-ζάκιˬα σου ᾿πομπρὸς νὰ καρυών-νουν, ἐσέναν κάμνουν ὄμορφην κ’ ἐμένα θανατών-νουν Κῶς. Συνών. μαστός, τζιτζί. 2) Ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ Πελοπν. (Μαζαίικ.) Σίφν.: Ἠκηροκομήσανε τὰ βυντζιὰ τῆς γάτας (κηροκομᾷ=ἐπὶ μαστῶν, φράζει ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ καὶ δὲν δύναται νὰ ἐξέλθῃ τὸ γάλα) Σίφν. Ἀργευτὰ βγάζει γάλα τ᾽ἀρφανὸ βυζὶ (ἀρφανὸ βυζὶ=ἡ θηλὴ ἡ ὑπάρχουσα παρὰ τὴν κυρίαν τῶν μαστῶν θηλὴν εἰς τὰ αἰγοπρόβατα καὶ ἡ ὁποία σπανίως ἐξάγει γάλα) Μαζαίικ. 3) Συνεκδ. τὸ γάλα πολλαχ.: Ἡ λεχῶνα εἴναι σκεπασμένη νὰ μὴ πάρῃ ἡ ἀβασκανία τὸ βυζὶ Ἤπ. Β) Μεταφ. 1) Ὄζος, κόμβος κορμοῦ δένδρου Εὔβ. (Στρόπον.) Σκῦρ. Χίος: Ξ’λουκάβαθου ἀπὸ β’ζὶ δέντρου Στρόπον. Γουρουνογάβαθο ἀπὸ βουτζιὰ τῶν πλατάνων Χίος. Μὲ τὸ β’ζὶ πιˬάνε οἴ βλαστοὶ (πιˬάνε=πιάνουν, φυτρώνουν, οἱ βλαστοὶ οἱ ἀποσπώμενοι ἐκ τῶν ἐπὶ τοῦ κορμοῦ τῶν δένδρων ἐξογκωμάτων φυτευόμενοι ριζοβολοῦν καὶ γίνονται δένδρα) Σκῦρ. 2) Εἶδος αἱμορροΐδων Κωνπλ.- Λεξ. Περιδ Βυζ. 3) Εἶδος λαχάνου Εὔβ. (Αῦλωνάρ) 4) Τὰ κὐτταρα τοῦ κηροῦ, εἰς τὰ ὁποῖα αἱ μέλισσαι ἐναποθέτουν τὸ μέλι Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) 5) Πληθ., αἰ μυζητικαὶ θηλαὶ τῶν πλοκάμων τοῦ ὀκτάποδος Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 6) Ὁ μαστοειδὴς ἄκμων, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθεται τὸ καψύλιον εἰς τὰ ἐμπροσθογεμῆ ὅπλα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Τσακίλ) 7) Τορμίσκος κοχλιούμενος ἐπὶ τοῦ ἐμβόλου μηχανῆς πρὸς ἀποτροπὴν στροφῆς ἐλατηρίων ἐντὸς τῶν αὐλάκων Προπ (Κύζ.) 8) Καμινάδα ἢ πυράκμων ἐν τῇ ὁπλουργίᾳ αὐτόθ. 9) Ἀνάγλυφον κόσμημα ἄνωθεν τῆς ἑστίας καὶ εἰς τὸ μέσον τῆς προσθίας ὄψεως τοῦ θόλου Σκῦρ. 10) Ὑπὸ τὸν τύπον τὰ βυζιὰ τῆς ᾿Αφροδίτης, εἶδος καρποῦ τῆς ρωδακινέας τῆς κοινῆς (Persica vulgaris) Ζάκ. 11) Ὑπὸ τὸν τύπον βυζὶ τῆς γίδας, εἶδος σταφυλῆς, τῆς ὁποίας αἱ ρᾶγες εἴναι μεγάλαι καὶ ἐπιμήκεις παρεμφερεῖς πρὸς τὴν θηλήν τοῦ μαστοῦ Μακεδ. Συνών. ἀγούμαστος. 12) Ὑπὸ τὸν τύπον βυζιˬὰ τῆς κὰτ-τας, εἶδος μικρῶν γεωμήλων αὐτοφυῶν καὶ ἐδωδίμων Κύπρ. (Καρπασ.) 13) Ὑπὸ τὸν τύπον βυζὶ τῆς θάλασσας, τὸ ζῳόφυτον ἀλκυόνιον (Διοσκ. 5,135), εἶδος τοῦ γένους τῶν ἀλκυοναρίων (alcyonaria) τῆς τάξεως τῶν ἀνθοζῴων (anthozoa) Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ 435. Συνών. ἀλικουρτέα, θαλασομάννα. 14) Ὑπὸ τὸν τύπον βυζιˬὰ τῆς σφεντόνας, τὸ κέντρον ἐφ’ οὗ τοποθετεῖται ὁ λίθος πρὸς ἐκσφενδόνισιν. ἡ λ. ὑπὸ τὸν τὐπ. Β’ζὶ καὶ ὡς τοπων. Θάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA