ἁρπακολλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπακολλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρπακολλῶ Κεφαλλ. ἁρπακολλάω Πελοπν. (Λάστ.) ἁρποκολλάω Στερελλ. (Ἄμφ.)-ΓἈθάν. Πρασιν. καπέλλ. 129 ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 82 ἁρποκολνῶ Λεξ. Δημητρ. ἁρπουκουλλάου Στερελλ. (Ἀρὰχ. Ἀρτοτ. Λοκρ.) Μέσ. ἁρπακολλει͜έμαι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἁρποκολλει͜έμαι Λεξ. Δημητρ

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρ. τῶν ρ. ἁρπάζω καὶ κολλῶ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 2.

Σημασιολογία

1) Ἁρπάζω, πιάνω Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Ἄμφ. Ἀράχ. Λοκρ.): Σὰν τὸν ἁρπακολλήσω ’ς τὰ νύχιˬα μου, τότες θὰ ἰδῇ πο͜ιὸς εἶμαι! (ἀπειλὴ) Ἄμφ. Ἄχ, κὶ νὰ σ᾽ ἁρπουκόλλαγα ᾿ς τὰ νύχιˬα μ᾿! Ἀρτοτ. Μουρέ, ἁρπουκόλλα του τοὺ σίχαμα! αὐτόθ. Ἁρπουκουλλῶντα τοὺ σ’λλὶ οὑ λύκους το ’κανι κουμμάτια αὐτόθ. Συνών. ἁρπάζω Α 1, ἁρπακώνω, γραπώνω. β) Μέσ. συμπλέκομαι, προσκολλῶμαι πρός τινα Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)-Γ᾿Αθάν. ἔνθ’ ἀν. ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Τὰ παιδάκιˬα ἁρποκολλήθηκαν ἀπ’ τοίς ποδεˬὲς τῶν μαννάδων τους καὶ δὲν ξεκολλοῦσαν Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν. Τ᾽ ἀρνιˬὰ ὥς τώρᾳ εἶχαν τὸ νοῦ τους πότε νά ’ρθῃ ἡ μάννα ᾿ς τὸ γαλάρι γιὰ νὰ ἁρποκολληθοῦνε ’ς τὰ μαστάριˬα της ΔΛουκόπ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Φιλονικῶ Πελοπν. (Λάστ.) Συνών. μαλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/