γιˬαγλίσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγλίσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαγλίσι τό, ἐνιαχ. γιˬαγλίσ᾽ Θεσσ. γιˬαγκλίσ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) Πόντ. Τραπ.) γιˬαγνίσι Κάσ. Κρήτ. (Ἄγιος Βασίλ. Σητ. κ.ἀ.) Σύμ. γιˬαγνίσ᾽ Λεσβ. (Μανταμᾶδ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) - Α. Παπαδιαμ., Πεντάρφ., 143 γιˬαγκνίσι Μεγίστ. νιˬαγλίσ᾽ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yanliş = λάθος, πλάνη.
Σημασιολογία
Τὸ λάθος, ἡ πλάνη ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬαγνίσ᾽ ἤκαμα καὶ συbάθησέ με Κρήτ. Τοῦτους πῆρι γιˬαγκλίσ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γιˬαγκνίσι ἔ᾽ εις Μεγίστ. Ἑ λόος γιˬαγκνίσι βγαίνει, ψέμα δὲν ἠβγαίνει αὐτόθ. Γιˬαγνίσ᾽ κά᾽ς g᾽bάρι Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) Λοιπὸς εἴχενε ᾽κειδὰ καὶ τὸ Dουρνογιˬώργη καὶ δὲ γατέω εἶdα λοῆς ἐκάμανε γιˬαγνίσι καὶ τοῦ λένε νὰ πορίσῃ (γατέω = γνωρίζω, πορίζω = ἐξέρχομαι) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Δὲν τό ᾽χει γιˬὰ τίποτε νὰ σᾶς τουφεκίσῃ μὲ σκάγιˬα καὶ νὰ πῇ πὼς σᾶς πῆρε γιˬ᾽ ἀγριˬόπαπιες κ᾽ ἔκαμε γιˬαγνίσ᾽ Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Ἐξίασες, πουλλάκι μου, κ᾽ ἔκαμες τὸ γιˬαγνίσι κ᾽ ἤπιες τῆς λίμνης τὸ νερὸ κ᾽ ἐμόλυκες τὴ βρύση (ἐξίασες = ἐξέχασες) Σύμ. β) Ἐπιρρηματ., κατὰ λάθος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάσ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Λέσβ.: ᾌσμ. Σὰμ bάρουν τ᾽ ἄρματα φωδιˬὰ καὶ σκοτωθῶ γιˬαγνίσι, τότες καὶ σένα, ἀγάπη μου, ἄλλος θὰ σ᾽ ἀποχτήσῃ Κάσ. Σὰ bάρου d᾽ ἄρματα φωτιˬὰ καὶ σκοτωθῶ γιˬαγνίσι, ἐτοτεσὰς τὰ σ᾽ ἀρνηθῶ, λιγνό μου κυπαρίσσι Σητ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA