γιˬαϊλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαϊλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαϊλαεύω ἀμάρτ. γιˬαγλεύω Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαϊλᾶς.

Σημασιολογία

Παραθερίζω εἰς ὀρεινὸν μέρος: ᾎσμ Τρυγόνα μ᾽ ἐγιˬαγλάυεν ᾽ς σὰ ψηλὰ ραία πίνει τὰ κρύα τὰ νερὰ καὶ σὐρ᾽ τὴν μανασίαν (ραία = ράχες, μονασία = μοναξιὰ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/