ἁρπαχτάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαχτάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁρπαχτάκι ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἁρπαχτὰ μετὰ σημ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
Κρυφίως: Τὴν πῆρε ἁρπαχτάκι (ἐπὶ ἀνδρὸς ὅστις ἀπάγει ἑκουσίως γυναῖκα ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων της). Συνών. ἁρπαχτὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA