ἁρπαχτάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπαχτάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁρπαχτάρι τό, Ζάκ. Κάρπ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σύμ. κ.ἀ - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁρπάχτης καὶ τῆς καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Ὄργανον ἀγκιστρωτὸν διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκουν τὰ εἰς φρέατα ἐμπίπτοντα ἀντλήματα Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάγη 1. 2) Ὄργανον ἁλιευτικὸν ἐξ ἀνεστραμμένου κωνοειδοῦς θυλακωτοῦ δικτύου καὶ μακροῦ ξύλου πλαγίως εἰς τὸ στόμα προσηρμοσμένου, διὰ τοῦ ὁποίου ἁλιεύουν ἐκ τοῦ πυθμένος τῆς θαλάσσης κογχύλια καὶ λοιπὰ Ζάκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάγι 2. 3) Ὄργανον ἁλιευτικὸν μετὰ σιδηρῶν ἀγκίστρων διὰ τοῦ ὁποίου ἀγρεύουν τὴν νύκτα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης τὰ καλαμάρια Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/