γιˬακαλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακαλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γιˬακαλὶ τό, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Κουρ. Ὄρ) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Πήλ.) Καππ. (Σινασσ.) Κύθν (Δρυοπ. κ.ἀ) Μακεδ. (Ἀνασελ. Βόιον Σισάν.) Μύκ Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σκῦρ.-Θ. Γρυπάρ., Βοσκοπ., 65 γιˬακαλὶν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yalali = ὁ ἔχων γιˬακᾶν.

Σημασιολογία

Μάλλινον ἐπανωφόριον τὸ ὁποῖον φοροῦν ἄνδρες καὶ γυναῖκες μὲ περιλαίμιον ποὺ καλύπτει τὸν λαιμόν. Εἶναι χωρὶς μανίκια καὶ φθάνει μέχρι τὴ μέση ἔνθ᾽ ἄν.: Βάν᾽ τὸ γιˬακαλί σου, γιˬατὶ κάμνει κρύο Εὔβ. (Κουρ.) || Ποίημ. Πάου κ᾽ ἐγὼ τὸ γιˬακαλὶ τὸ ἄσπρο μου νὰ βάλω Θ. Γρυπάρ. ἔνθ᾽ άν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/