ἁρπαχτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπαχτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁρπαχτικὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἁρπαχτ’κὸς βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἁρπακτικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἁρπάζῃ σύνηθ.: Ἁρπαχτικὸ θηρίο. || Φρ. Ἁρπαχτικὸ μάτι (τὸ βλέπον μετὰ βουλιμίας). 2) Ὁ δι᾿ ἁρπαγῆς καὶ ἐν σπουδῇ λαμβανόμενος, ὁ ταχέως ὑφαρπαζόμενος Θρᾴκ. (Αἶν. Μέτρ. Ξάστρ. Σάκκ. Σηλυβρ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ.: Φιλεῖ ἁρπαχτ’κὸ Αἶν. Νερὸ ἁρπαχτικὸ (τὸ ἐν σπουδῇ πρὸς ἀποφυγὴν συναντήσεως ἄλλου προσώπου ἐκ τριῶν κρηνῶν ἐλαμβανόμενον, τοῦ ὁποίου γίνεται χρῆσις τὴν ἑσπέραν τῆς 24 Ἰουνίου εἰς τὴν μαντικὴν τελετὴν τοῦ κλήδονα) Μέτρ. Ξάστρ. Σάκκ. Σηλυβρ. Ἔπαρε ἀπὸ τρία πηγάδιˬα νερὸν ἁρπαχτικὸν Κύπρ. || ᾎσμ. Ἕνα φιλεῖν ἁρπαχτικὸν ἅρπαξε, κόρη, ᾽ῶσ᾽ μου τ’ ἐγὼ ἄν μολοήσω το, νὰ μὲν χαρῶ τὸ φῶς μου (᾿ῶσ᾿=δῶσε) Κύπρ. Συνών. ἁρπαξιμα͜ιός. 3) Ὁ ταχέως ἐκτελούμενος Ἤπ.: Ἁρπαχτ’κὲς δ᾿λε͜ιὲς κάν’τι (κάνετε δουλειὲς ἁρπαχτικὲς αἱ ὁποῖαι διὰ τοῦτο εἶναι ἀτελεῖς, ἐπιπόλαιαι). Συνών. ἁρπαχτὸς Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/