γιˬακισικλῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακισικλῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬακισικλῆς ἐπίθ. Λυκ. (Λιβύσσ) οὐδ. γιˬακισικλήδικο Θρᾴκ. (Λούπιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yakişikli = πρόσφορος, κατάλληλος, εὐπρεπής.

Σημασιολογία

1) Εὐπρεπής, ἁρμόζων, κόσμιος Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Ὄμορφος, παρουσιάσιμος Θρᾴκ. (Λούπιδ.): Γιˬακισικλίδικο παιδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/