γιˬακιστίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬακιστίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬακιστίζω Θρᾴκ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Ἅγιος Γεώργ. Μονοφάτσ. Νεάπ Πεδιάδ Σφακ. κ.ἀ.) Προπ (Ἀρτάκ.) γιˬακ-κιστίζ-ζω Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. γιˬακιστίζου Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Πολιχνίτ. κ.ἀ.) γιˬακιστοῦ Λυκ. (Λιβὐσσ.) γιˬακισίρω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yakişmak = προσαρμόζομαι, συμφωνω.
Σημασιολογία
1) Συμφωνῶ, καταλήγω εἰς συμφωνίαν μὲ κάποιον Ἴμβρ.: Δὲ γιˬακιστίσαμ᾽. 2) Ἁρμόζω, ταιριάζω Θρακ. (Ἀμόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Ἅγιος Γεώργ. Μονοφάτσ Νεάπ. Πεδιάδ. Σφακ. κ.ἀ.) Κῶς (Πυλ.) Κύπρ. Λέσβ. (Πολιχνῖτ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Προπ. (Ἀρτάκ.): Μὰ πῶς σοῦ γιˬακιστίζει κε͜ιονὰ τὸ φιστάνι! Κρήτ. Ἐγιˬακίστισέ dου τὸ δασκαλίκι αὐτόθ. Δὲ dοῦ γιˬακιστίζ᾽ αὑτεινοῦ ἔτσα κοπελιˬὰ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Δὲ σοῦ γιˬακ-κιστίζ-ζει ἡ φορεσκιˬὰ Κῶς (Πυλ.) Τούτουνα νὰ πάρ᾽ς ποὺ σ᾽ γιˬακιστίζ᾽ Λέσβ. || ᾎσμ. Τ᾽ ἄσπρα σοῦ γιˬακιστίζουνε καὶ γιˬάdα δὲ dὰ βάνεις, μόνο φορεῖς τὰ κόκκινα καὶ θὰ μὲ κουζουλάνῃς; (κουζουλαίνω = τρελλαίνω) Κρήτ. (Σφακ.) Ἄ bῶ καὶ γιˬὰ τὰ πόδια τζη, ἀπού ᾽νιˬαι σὰ dὰ χιόνιˬα, γι᾽ αὐτὸ τσῆ γιˬακιστίζουνε τὰ καφεδιˬὰ καρτσόνιˬα Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Νύφη μου, τὴ gορδέλα σου βορρᾶς τὴ φυσαλίζει κι ἄλλες πολλὲς τὴ βάλανε. μὰ σένα γιˬακιστίζει Κρήτ. (Νεάπ.) β) Εἶμαι ἱκανός, γνωρίζω Θρᾴκ.: Κοπέλα καλή, γιˬακιστίζει σ᾽ ὅλα. 3) Ἀπρόσ., ἁρμόζει, πρέπει, ταιριάζει Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Κῶς (Πυλ. κ.ἀ.) Δὲ σοῦ γιˬακιστίζει σένα νὰ κάνῃς ᾽τσὰ δουλε͜ιὲς Μονοφάτσ. Δὲ σοῦ γιˬακκιστίζ-ζει νὰ λέῃς τέθκο͜ιες κουβένdες Πυλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA