ἀχρονισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχρονισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχρονισιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀχρονισὰ Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχρόνιστος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.

Σημασιολογία

Μετων. ἐκείνη ποῦ εἴθε νὰ μὴ χρονίσῃ, νὰ μὴ ζήσῃ ὁλόκληρον τὸ παρὸν ἔτος: Κρούβου τὸ κάθε τι, γιˬατ᾿ τούτη ἡ ἆχρονισὰ ὅ,τι βρῇ τό καταχερίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/