γιˬακμᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακμᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬακμᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Τσακίλ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τουρκ yakma = φλεγμονὴ, ἔγκαυμα.

Σημασιολογία

Φλεγμονή, ἀπόστημα τοῦ στόματος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔκαμε γιˬακμᾶ τὸ δόdι μ᾽ καὶ τό ᾽καψα μὲ τὸ μέ᾽ Θρᾴκ. (Τσακίλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/