βυζοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βυζοῦ ἐπίθ. δηλ. Κρήτ. Κωνπλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. Ρόδ. κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 387: βυζ-ζοῦ Κῶς ἀβυζοῦ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βυζοῦ. ᾽Ιδ. Διήγησ. παιδιόφρ. στ. 468 (ἕκδ. Wagner σ. 157) «στραβοκεραία καὶ βυζοῦ καὶ πετροφαγωμένη, | ἁπλῶς νὰ στέκῃς ὡς λωλὴ καὶ νὰ ἀναχαράσσῃς».
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ γυναικός, ἡ ἔχουσα μεγάλους μαστοὺς Κρήτ. Κωνπλ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. Ρόδ. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ 387: Βυζοῦ ποῦ ’ναι καὶ ’φτή, σὰ φλασκιˬὰ εἶναι τὰ βυζά τζη! Ἀπύρανθ. || Παροιμ. Τὴν ἀκαμάτρα τὴν βυζοῦ καὶ τὰ βυζιˬὰ βαροῦν τη (ἐπὶ ὄκνηρῶν) Ρόδ. 2) Πονηρὸν πνεῦμα, μάγισσα Κρήτ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Δέβα χάθετε, ἀβυζοῦ (φύγε ἀπ’ ἐδῶ, μάγισσα). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Β’ζοῦ καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Δεσφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA