ἁρπάχτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπάχτορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁρπάχτορας ὁ, Κεφαλλ. Κρήτ. ἁρπάχτουρας Στερελλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἁρπάζω κατὰ τὸ εἰσπράχτορας.
Σημασιολογία
1) Ἄνθρωπος πλεονέκτης, ἅρπαξ Στερελλ. (Ἀράχ.) Πβ. ἅρπαγας 1. 2) Χωροφύλαξ Κεφαλλ. 3) Εἰσπράκτωρ Κρήτ. Στερελλ. (Ἀράχ.): Φεῦγα, γιˬατ᾿ ἔφτασ᾽ οὑ ἁρπάχτουρας Ἀράχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA