γιˬάλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬάλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
γιˬάλα ἐπιφών. (ΙΙ) ᾽Αστυπ. Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Θεσσαλον κ.ἀ.) Πελοπν. (Βερεστ. Δίβρ.) Σάμ. Σύμ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) Φολέγ. - Λεξ. Δημητρ. γιˬάλα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿ιˬάλα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Τὸ τουρκ. ἐπιφών. yallah = ἐμπρός, λοιπόν, ἔλα.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ὡς παρακέλευσμα νὰ ἐκτελέσουν κάτι, ἐμπρός, ἀμέσως, ἔλα, πήγαινε, φύγε ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬάα-γιˬάα! (παρότρυνσις τοῦ ἀρκτοτρόφου εἰς τὴν ἄρκτον νὰ χορεύσῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬάλα πιδιˬά! Σάμ. Πᾶρι ὅ,τ᾽ bουρέσ᾽ς κὶ γιˬάλα αὐτόθ. Πκιˬάσ᾽ τὰ ροῦχα σου τζαὶ γιˬάλα! (μάζεψε τὰ ροῦχα σου καὶ φύγε!) Κύπρ. Τσὶ γιˬάλα ἀπέτσει τὰ ἴσα ᾽ς τοῦ Τζισμὲ (καὶ ἀμέσως ἀπεκεῖ ἐκίνησαν γιὰ τὸν Τσεσμὲ) Λέσβ. Ἰάλα μέσ᾿ ᾽ς τὴ φυλακὴ (καὶ ἀμέσως τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακὴν) Μακεδ. (Βλάστ.) || Φρ. Κάνω γιˬάλα = κάμνω ἔφοδον, ὁρμῶ, φεύγω ταχέως ἐνιαχ. Κάνανι γιˬάλα τὰ γιδερικὰ καὶ δὲν ἀφήκανε πέτρα σ᾽ ἄλλη πέτρα (γιδερικὰ = κοπάδι αἰγῶν) Πελοπν. (Δίβρ.) Ἄν κάμουνε γιˬάλα σιˬαπάνου ᾽φτοῦνοι, δὲ θ᾽ ἀφήκουνε οὔτε κουνούπι ζωντανὸ Πελοπν. (Βερεστ.) Ἔκαμε γιˬάλα ἀπάνου της νὰ τῆς πάρῃ τὸ πουκάμισό της, ἀλλὰ ποῦ νὰ σταθῇ ᾽κείνη ποὺ πῆρε τὰ ὄρη (= ἔφυγε ταχέως) αὐτόθ. Συνών. φρ. Ἔκανε βούρ! || ᾎσμ. Γιˬάλα ναν-νί, γιˬάλα ναν-νί, | νὰ μοῦ τὸ βλέπουν οὕλτ᾽ οἱ ἁγιˬοὶ (ἐκ βαυκαλ.) Ἀστυπ. 2) Ἐπιρρηματ., Μόλις, περίπου κατὰ διπλῆν ἐκφορὰν ἐνιαχ.: Γιˬάλα γιˬάλα τοὺ θυμοῦμαι Χίος - Λεξ. Δημητρ. Γιˬάλα γιˬάλα περπατῶ (μόλις καὶ μετὰ βίας, μὲ πολύν κόπον) Χίος (Βροντ.) Γιˬάλα γιˬάλα νὰ πιˬάσῃ δυˬὸ χιλιˬάδες Σύμ. Συνών. φρ. Μὲ τὸ ζόρι. Συνών. βία Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA