ἀχρόνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρόνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχρόνιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχρό'στους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀχρό’τους Δαρδαν. (Ὀφρύν.) ἀχρόνιγος Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.)-Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀχρόνιστος.
Σημασιολογία
1) Ἀχρόνιˬαστος 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Παιδὶ ἀχρόνιστο σύνηθ. Μωρὸν ἀχρόνιγον Τραπ. Τὸ μουσκάρ’ν ἐμουν ἀχρόνιστο ἔν’ Σάντ. β) Ὁ μὴ συμπληρώσας ἀκόμη ἔτος ἔν τινι καταστάσει Ἤπ.: Νύφη ἀχρόνιστη (ἡ ἀποθανοῦσα ἢ χηρεύσασα πρὶν παρέλθῃ ἔτος ἀπὸ τοῦ γάμου της). γ) Ὁ ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ ὁποίου δὲν παρῆλθεν ἔτος Λεξ. Δημητρ.: Ἀχρόνιστος ὁ μακαρίτης κ’ ἐκείνη ξαναπαντρεύτηκε. 2) Ἀχρόνιˬαστος 2, ὃ ἰδ., σύνηθ.: ᾎσμ. Καὶ ρούφηξε ὀ ἀχρόνιστος μιˬὰ βαρελλεˬὰ γεμάτη Κάσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ. γέροντ. στ. 131 (ἔκδ. Wagner) σ. 10) «πόθου τὲς ξεφάντωσες, τῆς νεˬότης τὲς τρομάρες | ἔφαγεν ὁ ἀχρόνιστος δίχως χαρὲς κι ἀντάρες».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA