ἄχρονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχρονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄχρονος ἐπίθ. Πελοπν. (Οἰν.) Πόντ. (Κερασ.) –Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄχρονος.

Σημασιολογία

Ἀχρόνιˬαστος 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Στάχτη νὰ γενῇς, ἄχρονο! Οἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/