γιˬαλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουσιαστικό

Συχνότητα

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλάκι τό, (Ι) Σύμ. γιˬαλάτσι Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οῦσ. γιˬαλός. Μικρὸς αἰγιαλὸς ἔνθ᾽ ἄν.: ᾌσμ.

Σημασιολογία

Παερμιˬωτάκι Συμιακό, πού ᾽σαι μέσ᾽ ᾿ς τὸ γιˬαλάκι, βλέπε μου τὸ πουλλάκιμ μου, γιˬατ᾽ εἶναι μ-μικρακάκι (Παερμιˬωτάκι = ὑποκορ. τοῦ Ταξιάρχου Μιχαὴλ τοῦ Πανορμίτου, πολιούχου τῆς Σύμης) Σύμ. Κάτω ᾽ς τὸ γιˬαλάκι, | τὸ περιγιˬαλάκι ἐφύτεψα κουκκάκι αὐτόθ. Γκρί, γκρί, κορακάτσι, | νά ψωμὶ τσαὶ νά τυράτσι τσαὶ κατέα ᾽ς τὸ γιˬαλάτσι | νὰ ᾽αφτίσωμε παιάτσι Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/