ἀχρωμάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχρωμάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχρωμάτιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) άχρουμάτ’στους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχρωμάτιστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ χρωματισθεὶς δι' ἐπαλείψεως μὲ χρωστικὴν οὐσίαν κοιν.: Ἀχρωμάτιστος τοῖχος. Ἀχρωμάτιστη πόρτα. Ἀχρωμάτιστο παράθυρο. Ἀχρωμάτιστα κάγκελα. 2) 'Ο ἀποχρωματισθείς, ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του Πόντ. (Οἰν.) Συνών. ξεβαμμένος, (ἰδ. ξεβάφω), ξεθωρισμένος (ἰδ. ξεθωρίζω), ξέθωρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/