γιˬαλακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαλακώνω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ούσ. γιˬαλάκι (ΙΙ).

Σημασιολογία

Κοιλαίνομαι: Φρ. Ἐγιˬαλάκωσαν τ᾽ ὀμμάτ τ᾽ (ἐκ νόσου ἢ ἰσχνότητος, ἐβαθούλωσαν τὰ μάτια του) Κερασ. Τὰ μάγ᾽λα μ᾽ ἐγιˬαλάκωσαν (ἀδυνάτισα) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/