γιˬαλαμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλαμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαλαμᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἀμόρ. Ἐπιβάτ Μάδυτ Μαΐστρ. Σαρεκκλ. Τσακὶλ κ.ἀ.) Ἴμβρ. Ἰων (Βουρλ. Σμύρν.) Κυδων. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λέσβ. (Πολιχνῖτ. κ.ἀ.) Λῆμν Μακεδ (Δαμασκ. κ.ἀ.) Σάμ. Σῦρ Τένεδ. Χίος γιˬελαμᾶς Πελοπν. (Ἀχαΐα).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yalama = λειχήν. Ὁ τύπ. γιˬελαμᾶς πιθαν κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γελοῖος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσθένεια τῶν χειλέων τοῦ στόματος συνισταμένη εἰς λύσιν τῆς συνοχῆς τοῦ δέρματος, προκαλουμένη δὲ ἐξ ὑπερβολικοῦ καύσωνος καὶ δίψης. Ἡ ἀσθένεια αὐτὴ προσβάλλει κυρίως τοὺς ἐργαζομένους εἰς τὸ ὕπαιθρον γεωργούς, ποιμένας, βουκόλους ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔβγαλα γιˬαλαμᾶ ᾽ς τ᾽ ἀχεί᾽ Θρᾴκ. Πῆγε ᾽ς τὰ βόδιˬα κι ἀ᾽ξε πάλε ὁ γιˬαλαμᾶς τ᾽ Τσακίλ. Μὴν πααίννῃς μαζ-ζίν του, γιατὶ ᾽ὰ σοῦ κολ-λήσῃ τὸ γ-γιˬαλαμᾶν Καρδάμ. || Φρ. Βγάζω γιˬαλαμᾶ (= φλυαρῶ) Σῦρ. Σώπα πιά, κ᾽ ἔβγαλες γιˬαλαμᾶ! αὐτόθ. Ἀμ᾽ τοὺ πὲ πέ, ἔβγαλι γιˬαλαμᾶ (ἄμ᾽ = ἀπό· ἀπὸ τὸ εἰπέ... τὴν μεγάλην φλυαρίαν...) Κυδων || ᾎσμ. Τ᾿ ἀχείλι σ᾽ τοὺ σκιζᾶτου, | πὄ᾽ τοὺ γιˬαλαμᾶ Αἶν. β) Εἶδος ἐκζέματος τὸ ὁποῖον παρουσιάζεται εἰς τὰ χείλη τῶν ζῴων Λέσβ. (Πολιχνῖτ.) Συνών. μαγιˬασίλι. γ) Κιτρίνη μεμβράνη ἑκατέρωθεν τῆς βάσεως τοῦ ράμφους νεοσσῶν πτηνῶν Θρᾴκ. (Τσακίλ.): Τὰ dὰ κάμ᾽ς, bρὲ τ᾿ ἀώρι μ᾽, αὐτὰ τ᾿ ἀσπροῖτάκιˬα μὲ τὸ γιˬαλαμᾶ; (τί θὰ τὰ κάμης... τἀ σπουργιτάκια...;) 2) Ὁ πάσχων ἐκ τῆς νόσου ταύτης Θρᾴκ. (Αἶν. Ἐπιβάτ. Μάδυτ. Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Ἰων. (Σμύρν.) Λέσβ. Λῆμν. Β) Μεταφ. 1) Ὁ φλύαρος Λέσβ. 2) Ὁ ἀσκῶν ἀγροτικὸν ἢ ποιμενικὸν ἐπάγγελμα, ἄξεστος, ἀγροῖκος, ἀκάθαρτος, ὡς προσβαλλόμενος συνήθως ὑπὸ τῆς νόσου ταύτης Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀμόρ Ἑπιβάτ. Μάδυτ. Σαρεκκλ Τσακίλ.) Ἰων. (Βουρλ. Σμύρν.) Λῆμν. Πελοπν. (Ἀχαΐα): Ἄιˬdε, bρὲ γιˬαλαμᾶ! Σαρεκκλ. Εἶσαι ἕνας γιˬαλαμᾶς Βουρλ. Τί κάνεις ἔτσι, ρὲ γιˬελαμᾶ; Πελοπν. (Ἀχαΐα) Γκρεμίσου ἀποδῶ μπροστά μου, γιˬελαμᾶ! αὐτόθ. Φρ. Ἡμέρα τῶν γιˬαλαμάδων = ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην λήγει ἡ ἐτησία σύμβασις τῶν μισθωτῶν βουκόλων, ποιμένων, γεωργῶν, οὗτοι δὲ ἐπωφελοῦνται τῆς εὐκαιρίας νὰ ἑορτάσουν προκειμένου ἀπὸ τῆς ἑπομένης νὰ δεσμευθοῦν διὰ νέας συμβάσεως ἐργασίας) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) β) Εἰδικῶς, ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Πλάγια τῆς Θρᾴκης ὑπὸ τῶν περιοίκων εἰρωνικῶς ὀνομαζόμενος Θρᾴκ. (Τσακίλ) Εἴπανε κ᾽ οἱ γιˬαλαμᾶδες νὰ βγάν᾽νε ἕναν ἅι-Θόδωρο, ἅμα δὲ dὸ καταφέρανε. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Βιθυν. (Κουβούκλ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν (Λάμπ. Πάτρ.) καὶ ὡς παρωνύμ. Κύθηρ. Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA