ἀχταρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχταρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχταρεύω Πόντ. (Σάντ. Σαράχ.) ἀχταλεύω Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κοτύωρ.Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’χταλεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ aktarmak.
Σημασιολογία
1) Σκάπτω, σκαλίζω ἔνθ’ ἀν.: Ἡ κοσσάρα ἀχταλεύ’ τὴν γῆν μὲ τὰ νύ’ τ’ς (κοσσάρα=ὄρνιθα) Χαλδ. Ἀχταλεύω τὸ κεπὶν νὰ φυτεύω λάχανα Κοτύωρ. Χαλδ. Τὸ ταφί σ᾿ν' ἀχταλεύω! (τὸν τάφον σου νὰ σκάψω! Ἀρὰ) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἐχτάλεψεν ὁ πετεινὸν κ᾽ εὗρεν τῆ γούλας ἀτ’ μααίρ’ (ἐσκάλισε ὁ πετεινὸς καὶ βρῆκε μαχαίρι γιὰ τὸ λαιμό του· ἐπὶ τῶν ὐποκινούντων ἴδια κακὰ) Χαλδ. 2) Ἀροτριῶ Πόντ.: Μετ᾿ ἕναν ὀβούδ᾿ μονάχον ἀχταλεύ’ τὸ χωράφιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA