ἀρράβδιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρράβδιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρράβδιστος ἐπίθ.,Ἤπ. Κρήτ. ἀρράβδιγος Πελοπν. (᾿Ολυμπ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ραβδιστὸς<ραβδίζω.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
1) Ὁ μὴ ραβδισθείς, ὁ μὴ τιναχθεὶς διὰ ραβδισμοῦ, ἐπὶ δένδρου τοῦ ὁποίου δὲν περισυνελέγη ὁ καρπὸς διὰ ραβδισμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Δέντρο ἀρράβδιστὸ Ἤπ. Καρυˬὰ-καστανεˬὰ ἀρράβδιστη αὐτόθ. Ἀρράβδιγη ἐλα͜ιὰ ᾽Ολυμπ. Συνών. ἀμάζωτος 2. 2) Ὁ μὴ καταρριφθεὶς διὰ ραβδισμοῦ καὶ μὴ περισυλλεγεὶς Ἤπ.: Ἔ’, ἀρράβδιστα τὰ καρύδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA