γιˬαλάπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλάπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαλάπα ἡ, Ἀθῆν. Ζάκ. -Λεξ. Μπριγκ. διˬαλάπα Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gialappa = τὸ φυτὸν Ἰπομοία ἡ φαρμακευτικὴ (Ipomoea ialapa ἢ purge) καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς καθαρτικὴ ρητίνη.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ἰπομοία ἡ φαρμακευτικὴ (Ipomoea ialapa ἢ purge), τῆς οἰκογ. τῶν Περιαλλοκαυλωδῶν (Convoluvulaceae), τῆς τάξ. τῶν Σωληνανθῶν (Tubiflorae) Παξ. β) Τὸ ἐκ τῆς ρητίνης τοῦ φυτοῦ τούτου παρασκευαζόμενον καθαρτικὸν φάρμακον ἔνθ’ ἄν.: Τὴ διˬαλάπα σοῦ ’δωκα, ποὺ δὲ bορεῖς νὰ μὲ ἰδῇς; Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA