ἀχτένιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχτένιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχτένιστος ἐπίθ. κοιν. ἀχτέ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀχτέντστους Θεσσ. ἀχτένιγος Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. Ξυλόκ. Οἰν. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀχτένιος Κεφαλλ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀκτένιστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων τὴν κόμην διευθετημένην διὰ κτενίου ἢ ὁ μὴ διευθετηθεὶς διὰ κτενίου κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ὅλο ἀχτένιστος βρίσκεται κοιν. Ἀχτένιστα μαλλία Ὄφ. Ἀχτένιγον καννάβ’ αὐτόθ. Συνών. ἀνακατσιˬασμένος (ἰδ. ἀνακατσιˬάζω Μετοχ 2), ἄχτενος 2) Ἀτημέλητος Πόντ. (Οἰν.) 3) Ἀγενής, ἀγροῖκος Πόντ. (Οἰν.): Ἀχτένιγος ἄνθρωπος. 4) Ἐκεῖνος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὁποίου δὲν ἐσχεδιάσθησαν ἀποχρώσεις βαφῆς διὰ κτενιοειδοῦς ὀργάνου Ἀθῆν.: Τὸ ἕνα φύλλο τῆς πόρτας ἔμεινε ἀχτένιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/