γιˬαλᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαλᾶς ὁ, ἀμάρτ γιˬαλ-λᾶς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς διὰ τῆς παραγωγ καταλ -ᾶς, πιθαν. κατ’ ἄλλα ὀνόματα ἀνέμων ὡς βοριˬάς, θρασκιˬάς, νοτιˬὰς κ.τ.τ.
Σημασιολογία
Ὁ ἐκ τοῦ αἰγιαλοῦ πνέων δροσερὸς ἄνεμος, ὁ μπάτης: Ἔκατσαν ’ς τὸγ γιˬαλ-λᾶν τζ’ ᾿ὲν ἔχουσιν ὄρεξιν νἀ σηκωθοῦσιν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA