γιˬαλέλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλέλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλέλι τό, Κρήτ. Κύπρ. Ἰων. (Σμύρν.) γιˬαλελὶ Ἴων. (Σμύρν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβ. yal-el : ἆσμα. Ὁ τύπ. γιˬαλελὶ πιθαν. διὰ τὴν ἀνάγκην τῆς ὁμοιοκαταληξίας.

Σημασιολογία

Ὁ σκοπὸς τοῦ ᾄσματος. ἔνθ’ ἀν Ἡ λ. εἰς φρ. καὶ ἐπιφων.: Τοῦ ’λεγα νὰ πάψῃ, μ᾿ αὐτὸς τὸ γιˬαλέλι του! Τὸ πήραμε γιˬαλέλι! Κρήτ. Συνών. φρ. Αὐτὸς ποῦν᾽ἀκούσῃ! τὸ σκοπό του - τὸ βιˬολί του-τὸ χαβᾶ του || ᾎσμ. Γιˬαλέλι, γιˬαλελάτσι, γιˬαλέλι, γιˬαλελί, ἐφάαν μας οἱ πόνοι κ’ οἱ ᾶναστεναγμοὶ Σμυρν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/