ἀρραβωνήσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβωνήσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρραβωνήσιˬα τά, ΚΠαλαμ. Θανατ. παλληκ. 54 ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 35 ἀρρεβωνήσιˬα Ἤπ. (Πρέβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Θανατ. Παλληκ. 21 -Λεξ. Βλαστ. 411 ἀρριβωνήσιˬα Ἤπ. (Τζουμέρκ.) ἀρριβουνήσιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρραβῶνας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ήσιˬα, δι᾽ ἣν ἰδ. -ήσιˬος.
Σημασιολογία
1) Ἡ τελετὴ τῆς μνηστείας, οἰ ἀρραβῶνες Ἤπ. (Πρέβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀρραβωνήσιˬα θὰ κάνωμε σήμερα ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Ἔστριβε τὸ μουστάκι του σὰν νὰ ἦταν ἕτοιμος γιˬὰ δεύτερ’ ἀρραβωνήσιˬα ΚΠαλαμ. ἕνθ’ ἀν. 54. Ἡ προξενιˬὰ τελειωσε μὲ τὸ καλὸ κ᾽ ἔγιναν καὶ τ’ ἀρρεβωνήσιˬα ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν. 21. || ᾎσμ. Ψηλὰ ντουφέκιˬα πέφτουνι κὶ φουβιρὰ βρουτοῦνι, κἂνι σὶ γάμου ρίχνουντι κἄνι σ᾽ ἀρριβουνήσιˬα Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνάδιˬα. 2) Τὰ πρὸς τὴν μνηστὴν δῶρα τοῦ μνηστῆρος Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Σκουτί μου κακομίτωτο καὶ κακοϊδιˬασμένο, ὅταν σὲ κακοΐδιˬαζα, ἦρθαν προξενητᾶδες, ὅταν σὲ κακομίτωνα, ἦρθαν τ᾿ ἀρριβωνήσιˬα, ὅταν σὲ μισοΰφανα, ἦρθαν γιˬὰ νὰ μὲ πάρουν Τζουμέρκ. Συνών. ἀρραβῶνας 2 δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA