ἀρραβωνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρραβωνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρραβωνιˬάζω κοιν. ἀρραβωνζω Πόντ. (Οἰν.) ἀρρεβωνιˬάζω σύνηθ. ἀρραβουνιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀρρεβωνιˬάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) ἀρριβουνιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀρρ’βωνιˬάζω Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. Προπ. (Κύζ.) Χηλ. ἀρρ’βωνιˬάζου Τσακων. ἀρρ’βουνιˬάζου Ἤπ. Λέσβ. ἀρραωνιˬάζω Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Μεγίστ. ἀναβουρριάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναβουρράν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ραβωνιˬάζω Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Ἴος κ.ἀ. ’ρεβωνιˬάζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἄνδρ. Σκῦρ. κ.ἀ. ᾿ραωνιˬάζω Ρόδ. ’ρωανιˬάζω Ρόδ. ’ρουανιˬάζω Ρόδ. ἀβερωνιˬάζω Ζάκ. βερωνιˬάζω Ζάκ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρραβωνιˬάζω ὡς μαρτυρεῖ ὁ ἐπίσης μεσν. τύπ. ἀρρεβωνιˬάζω. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 6475 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐκεῖνος ἀρρεβώνιασεν ἐτότε τὰ παιδία». Τὸ ἀβερωνιˬάζω ἐκ συμφύρ. πρὸς τὸ οὐσ. βέρα (δακτύλιος ἀρραβῶνος).

Σημασιολογία

Μετβ. δι᾿ ἱεροτελεστίας ἢ ἁπλῶς διὰ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν δακτυλίων τοῦ ἀρραβῶνος συνάπτω εἰς μνηστείαν ἄνδρα καὶ γυναῖκα πρὸς μέλλοντα γάμον, μνηστεύω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων.: Ἀρραβώνιˬασα τὴν κόρη μου μ' ἕνα πολὺ καλὸ νέο. Ἀρραβώνιˬασε τὸ γιˬό του μὲ μιˬὰ πλούσιˬα κόρη κοιν. Τὸν τσαιρὸ ποῦ ἀρρεβωνιˬάστηκα ἔπαιζα τοὶς τσοῦκλες (κοῦκλες) Κονίστρ. Θέλου νὰ τ’ ἀναβουρριˬάσου τοὺ πιδίν μου Λιβύσσ. || ᾎσμ. Ἀνάθεμα κακοὺς γονεˬούς, μαννάδες κιˬ ἀδρεφάδες ποῦ ἀρρ’βωνιˬάζουν τσοὶ μικροὶ κιˬ ἀφίνουν τσοὶ μεγάλες Βιθυν. Μικρὸν τοὺν εἶχ’ ἡ μάννα του, μικρόν κὶ χαιˬδιμένουν, μικρόν τοὺν ἀρριβώνιˬασι σὶ μιˬὰ βασιλουπούλλα Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. μνηστεύομαι κοιν. καὶ ΙΙόντ. (Οἰν.): Ὁ δεῖνα ἀρραβωνιˬάστηκε. Ἀρραβωνιˬαστήκανε οἱ δεῖνα κοιν. Εἶδε τὸ κορίτσι, ἔπιˬασε ἀμέσως καὶ τὴν ἀρρεβώνιˬασε Κύθν. Μονάχος τὴ ᾿ραβώνιˬασε Ἴος Τὰ τουφέκιˬα ποῦ ᾽χαν ἀκουστῆ τὴ νύχτα κάπο͜ιους βέβια ἀρριβώνιˬασι Θεσσ. Ἀρρεβωνιˬάστηνε ὁ γιˬός μου Ἄνδρ. Ἀρριβουνιˬάστ’κ’ ἡ κόρη μ’ Σάμ. || Παροιμ. φρ. Ἀρραβώνιˬασις, μισουπάντριψις Μακεδ. (Νάουσ.) || ᾊσμ. Διπλώνει νεˬὸς τὰ ροῦχα του καὶ ζώνει τὸ σπαθί του, παίρνει τὸ δαχτυλίδι του καὶ πάει ν᾿ ἀρραβωνιˬάσῃ Εὔβ. Μιˬὰ κόρη κόρη ἀγάπησα | τσαὶ κἀνενὸς δὲν ἄκουσα οὔτε μάνν’ οὔτε πατέρα | οὔτε συγγενῆ κἀνένα, μονάχος τὴ ᾿ραβώνιˬασα, | διˬαμαντικὰ τσῆ φόρεσα Ἴος Μέσ’ ’ς τὴν Ἁγιˬὰ Παρασκευὴ | κοιμᾶται κόρη μοναχή, κοιμᾶται κιˬ ὀνειριˬάζεται, | βλέπει ποῦ ἀρρ’βωνιˬάζεται Συνών. ἀρραβωνεύω, ἀρραβωνίζω. Μετοχ. 1) Μεμνηστευμένος κοιν.: ᾎσμ. Ἄνοιξε τὴν κασσέλλα μου τὴ μαυραραχνιˬασμένη, δῶσ’ του τὸ δαχτυλίδι του ποῦ ᾽μ᾿ ἀρραβωνιˬασμένη Νίσυρ. 2) Ἐπὶ χρόνου καθ’ ὃν εἶναι τις μεμνηστευμένος Προπ. (Κύζ.): ᾎσμ. Νά ’ταν τὰ νεˬᾶτα δυˬὸ φορὲς κιˬ αὐτὰ ἀρρ’βωνιˬασμένα, ὁποῦ τὰ πέρασα κ’ ἐγὼ καηˬμένα καὶ ψημένα. 3) Μνηστὴρ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Εἶδα τὴν ἀρραβωνιˬασμένην μου Οἰν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνιˬαστικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/