βυσσινὶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυσσινὶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βυσσινὶς ἐπίθ. σύνηθ. βυσσ’νὶς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Θηλ. βυσσινιˬὰ σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βύσσινο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίς.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χρῶμα βυσσίνου πολλαχ.: Χρῶμα βυσσινί. Φόρεμα-φουστάνι βυσσινὶ || Ποίημ. Τί ὡραῖος! τὸν θυμοῦμαι, ἀστροβολοῦσε καβάλλα ᾿ς τὸ φαρί του, βυσσινεˬὰ φέρμελη χρυσοκέντητη ἐφοροῦσε, γιˬουρντάνιˬα ἀπὸ Βενέτικα φλουριˬὰ ΜΜαλακάσ. ἐν Ἀνθολογ. ΗΑποστολίδ 221.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA