βύσσινο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βύσσινο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βύσσινο τό, κοιν. βύσσ’νο Στερελλ. (Δεσφ.) Σκῦρ. βύσσ’νου βόρ. ιδιωμ βύτσ’νου Λέσβ. (Πάμφιλ.) βύσσινε Τσακων. βύσινε Καππ. (Ἀραβάν.) φύσσινο Καππ. (Σίλ.) δύσσ’νο Θάσ. φύν ἡ, Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. βύσσινος οὐσιαστικοποιηθέντος διὰ τὸ σχῆμα κατ’ ἐξοχήν.Ὁ τύπ. φύσν κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ Τουρκ. fišne ὃ ἐκ τοῦ Ἐλλην. βύσσινος. Ἰδ. GMeyer Etym. Wort. Alb. Spr. 473-474.

Σημασιολογία

Ὁ καρπὸς τῆς βυσσινεˬᾶς. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βύσσ’νο καὶ ὡς τοπων. Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/