βυτίνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυτίνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βυτίνα ἡ, Ἀθῆν. Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Ἱκαρ. Κύθηρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ναύστ. Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. Χίος-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω.Δημητρ. β’τίνα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. Πλομάρ.) Μακεδ. (Μελέν. Σέρρ.) Σάμ. Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ Τοπόλ.) φ’τίνα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Λέσβ. (Μυτιλήν. Πάμφιλ.) Μακεδ. (Ἀρν. Χαλκιδ.) Σάμ. Σκόπ. β’κίνα Τῆν. βουτίνα Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Ἰων. (Κρήν) Μύκ. Πάρ. Σέριφ. Στερελλ. (Ἄμφ.)-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 287 γυτίνα Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βυτίνη ᾿Ιδ. Ἡσύχ. ἐν λ. Πβ. Εὐστάθ. 1168,31 «ταριχευτικὸς βίκος … ὃν βύτιναν οἱ κοινολεκτοῦντές φασι». Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Πήλινον ἀγγεῖον διαφόρου μεγέθους καὶ ποικίλου ἀνοίγματος καὶ χωρητικότητος χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν τροφῶν ἢ ὕδατος, ἐλαίου ἢ οἴνου ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. φρ. Τοὺν ἔβγαναν σὰν τοὺν πουντ’κὸ ἀπ’ τ’ β’τίνα (τὸν συνέλαβον ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἐπὶ μοιχείᾳ) Ἀράχ. || Παροιμ Μὲ τὴν βυτίνα πό ’χει στάρι μὴν τὰ ᾿άλῃς (μὴ ἔριζε πρὸς ἐκείνους, τῶν ὀποίων πάντοτε ἔχεις τὴν ἀνάγκην) Ἰκαρ. Μ᾿λᾷτσ᾿ ὁ κόλος τσῆ β’τίνας (ἐπὶ τῶν ἐπεμβαινόντων εἰς ζητήματα. διὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἐκφέρουν γνώμην) Σκῦρ. Σὰν ἠκάναν οὕλα τὰ μαμούδια μέ’, ἤθιλα νά ’χου τσὶ ᾿γὼ μιὰ β’τίνα (ἐπὶ τῶν ἀνικάνων νὰ ἐπιτελέσουν τι) Λέσβ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπον Βυτίνα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Βυτίνες Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Β’τίνα Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/