γιˬαλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬαλιˬὰ ἡ, Κρήτ. (Ἀποκὸρ. Ἀχεντρ Νεάπ. Σφακ.) γιˬαλία Πὸντ. (Ὄφ).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -ιˬά. Πβ. Γ. Χατζιδ., Γλωσσολ. Μελέτ., 145 καὶ Ἀθηνᾶ 29 (1917), 201.

Σημασιολογία

1) Τὸ παράλιον μέρος, ἡ παραλία, ἡ ἀκρογιˬαλιˬὰ ἔνθ’ ἄν.: Πλιˬὰ ζεστερά ’ναι ’ς τὴ γιˬαλιˬὰ παρὰ ’ς τὸ βουνὸ τὸ χειμῶνα Νεάπ. Ἐξώδωκ’ ο'θὲ dὴ γιˬαλιˬὰ (ἔφυγε μὲ τὰ πρόβατα πρὸς τὴν παραλίαν) Ἀχεντρ. || Φρ. Ἡ πίσω γιˬαλιˬὰ (= ἡ νότια ἀκτὴ τῆς Κρήτης, ἡ παραλία τοῦ Λιβυκοῦ πελάγους) || ᾎσμ. Καῖσιν ἀγόριˬα καὶ γιˬαλὲς καὶ Βουβαδοβρασκᾶδες (ἀγόριˬα = ὅρη, βουνά· Βουβαδοβρασκᾶδες = τὰ χωρία Βοταβᾶς καὶ Βρασκᾶς τῆς ἐπαρχ. Σφακίων) Σφακ. Καὶ νὰ βρεθοῦν ’ς τὴ μάζωξη τὴ γενικὴ τσῆ Κρήτης οὕλα τ᾽ ἀγόριˬα κ’ οἱ γιˬαλιˬὲς κι ὁ γέρο-Ψηλορείτης Κρήτ. Οἱ Τοῦρκοι καῖσι τὰ χωριˬά, γιˬαλιˬὲς καὶ πάνω μέρη αὐτὸθ. β) Ἡ ἀγορά, ὡς εὑρισκομένη εἰς τὴν παραλίαν Ὄφ.: Ἐπἠγαμε ’ς σὴ γιˬαλίˬα || ᾎσμ. Κάμα, κάμα καματία, | ἄντρα σ’ πάει ’ς σὴ γιˬαλίˬα φέρει σε κουλὶ μαλλία (κουλὶ = δεμάτιον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/