ἀχτιδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχτιδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχτιδιˬάζω ἀμάρτ. ἀχτιδιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχτῖδα, δι' ὃ ἰδ. ἀχτῖνα.

Σημασιολογία

Ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω: Ἀχτιδιˬάζ’ τοὺ τζάμ’. Ἅμα βρέ’, ἀχτιδιˬάζ’ οὑ τόπους κ᾿ εἶνι νιˬὰ χαρά. Ἀχτιδιˬάζ’ν τὰ ’βάδιˬα ἀπ' τ’ δρουσιˬά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραποκοπῶ, ἔτι δὲ ἀχτινίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/