ἀρραβώνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβώνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρραβώνιˬαστος ἐπίθ. Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) ἀρραβώνιˬαστους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀρραβωνιˬαστός<ἀρραβωνιˬάζω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀρραβωνισθείς, ὁ μὴ μνηστευθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Πότε ἀρραβωνιˬάζεται, πότε εἶναι ἀρραβώνιˬαστη Ἀθῆν. || ᾎσμ. Καὶ τὰ κορίτσιˬα ποῦ ’ν’ ἐδῶ ὅλα ᾽ραβωνιˬασμένα καὶ τ’ ἄλλα τ᾿ ἀρραβώνιˬαστα’ς τὰ ξένα δὲν παγαίνουν Μάλγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA