βυτινάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυτινάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυτινάρι τό, Πελοπν. (Βρέσθ. Οἰν.) Ρόδ. Χίος -Λεξ. Βλαστ. 337 Δημητρ. βυτ’νάρι Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυτίνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι (Ι).

Σημασιολογία

Πήλινον ἀγγεῖον. Συνών. στάμνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/