ἀρραβωνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρραβωνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρραβωνίζω Ἤπ. ἀρραβουνίζου Ἤπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀρραβωνίζω.

Σημασιολογία

Μνηστεύω: Παροιμ. Ἔξω βρέχει καὶ χιονίζει | κιˬ ὁ παππᾶς ἀρραβωνίζει (δὲν πρέπει νὰ κωλύεταί τις τοῦ ἔργου του ἐκ τῶν παρουσιαζομένων δυσκολιῶν). Ἀμτβ. μνηστεύομαι: ᾎσμ. Κιˬ ἅπλωσε μέσ᾿ ’ς τὴν τσέπη μου καὶ πᾶρε τὸ κλειδί μου καὶ βγάλ’ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ τὰ χαρίσματα του καὶ δῶσ’ του τα τοῦ Κωσταντῆ ἀλλοῦ ν᾿ ἀρραβωνίσῃ. Συνών. ἀρραβωνεύω, ἀρραβωνιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/