ἀχτῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχτῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχτῖνα ἡ, ἀκτῖνα Νίσυρ. ἀχτῖνα κοιν. ἀχτένα Θήρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ’χτένα Τῆλ. ἐχτῖνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀχτῖδα κοιν. ὀχτῖδα Κεφαλλ. ἀγκῖδα Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκτίς. Τὸ ἀχτῖδα ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὰ εἰς -ις-ιδα, οἷον σφραγὶς-σφραγῖδα κττ.
Σημασιολογία
1) Ἀκτὶς φωτὸς κοιν.: Οἱ ἀχτῖνες τοῦ ἥλιˬου-τοῦ φεγγαριˬοῦ κττ. κοιν. || Φρ. Σὰν τὴν ἀχτῖνα τοῦ ἥλιˬου (ἐπὶ πράγματος λευκοτάτου) σύνηθ. || ᾌσμ. Τὸ πρόσωπο τῆς νύφ-φης μας ἥλιˬου ἀκτῖνες ἔχει Νίσυρ. Τὰ μ-μάτιˬα σου, πουλλάκι μου, τοῦ ἥλιˬου ᾽χτένες ἔχουν, τὸ καλοκαίρι συν-νεφιˬοῦν καὶ τὸ χειμῶνα βρέχουν Τῆλ. Λογάριˬασέ το dὸ gαιρὸ καὶ μέτρησε τσοὶ μῆνες ἀποὺ θὰ ξανασμὶξωμε, ἥλιˬε μου μὲ τσ᾽ ἀχτῖνες (πρὸς ἀγαπώμενον πρόσωπον) Κρήτ. Πῶς ἤθελα νὰ ἤμουνε ἥλιˬος τσῆ γειτονιˬᾶς σου, νὰ ρίχτω τσοὶ ἀχτῖνες μου νὰ γράφω τ’ ὄνομά σου αὐτόθ. –Ποίημ. Καὶ κάθε ἀχτῖδα ἀποψηλὰ ποῦ κάθε ἀστέρι στέλλει ΚΚρυστάλλ Ἔργα 1, 168. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀκτῖνα καὶ ὡς κύρ. ὄν. Προπ. β) Μετων. πρᾶγμα λευκότατον ἐκ καθαριότητος Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ) κ.ἀ.: Τό ᾿πλυνε καὶ τό ’καμε ἀχτῖδα Ἤπ. Νήλιˬου ἀχτένα Λιβύσσ. 2) ᾿Ελάχιστόν τι, οἱονεὶ ὡς λεπτοτάτη ἀκτὶς φωτὸς Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Τσακων.: Μιὰ ἀχτῖδα λᾴδ’ Ἀράχ. Μιˬὰ ἀχτῖδα ἤπιˬα αὐτόθ. Οὔτε ἀχτῖδα δὲν ἄφ᾿σι αὐτόθ. Δὲν ἔχω ἀχτῖδα ἀλεύρι Αἰγιάλ. Δὲν ἔμ’νι ’ς τοὺ καντή’ μας ἀχτῖδα λᾴδ’ Σάμ. Ἀ τζουφά σι ὦν’ ἔχα ἀχκῖδα μαλὲ (τὸ κεφάλι σου δὲν ἔχει στάλα μυαλὸ) Τσακων. 3) Ὁ δίσκος τοῦ ἡλίου Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 4) Ἀκτὶς τροχοῦ σύνηθ.: Ἀχτῖνα τοῦ ποδηλάτου σύνηθ. Οἱ ἀχτῖνες τ᾿ ἀραπᾶ. Ρόδ. 5) Ἡ ἀκτὶς τοῦ οὶακοστροφίου σύνηθ. ἐν τῇ ναυτικῇ γλώσσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA