ἀχτινωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχτινωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχτινωτὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀχτιδωτὸς λόγ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχτῖνα καὶ τῆς καταλ. –ωτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν εἴδει ἀκτίνων, ἀκτινοειδὴς σύνηθ.: Ἀχτινωτὸ στολίδι σύνηθ. Ἀχτινωτὰ φτερὰ ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 30 || Ποίημ. Καὶ φέγγει ᾽ς τὸ κεφάλι σου κιˬ ἀχτιδωτή κορῶνα ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 29. 2) Ὁ ἀκτινοβολῶν ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 91 ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 46: Στεφάνι τ᾽ ἀχτιδωτὸ ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἀχτιδωτὰ σμαράγδιˬα ΣΠερεσιάδ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA