ἀρραγὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραγὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρραγὸς ὁ, Ἀντικύθ. Ἤπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,40 ἀρραὸς Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀρραγής. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,10 καὶ ἐν ’Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 7 (1910/1) 54.
Σημασιολογία
1) Ἀσκὸς ἐκ δέρματος νεαροῦ ζῴου, ἐριφίου συνήθως ἢ ἀμνοῦ, χρησιμεύων εἰς ἐναπόθεσιν γάλακτος ἢ τυροῦ Ἀντικύθ. Ἤπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν.: Φρ. Διˬάλε, ὅσο πιˬῇς ἀπὸ τὸν ἀρραγό μου γάλα! (ἤτοι οὐδόλως θὰ πιῇς) Κρήτ. Παροιμ.|| φρ. Παλα͜ιοῦ ἀρραγοῦ βαστάγιˬα (ἐπὶ λόγων καὶ πραγμάτων παλαιῶν πεπλασμένων) Κρήτ. || ᾊσμ. Βάλλω ᾿ς τὸ καλάθι γάλα | καὶ ’ς τὸν ἀρραγὸ κουτάλιˬα (σκωπτικὸν) Πελοπν. Ὡς εἶναι τὰ λινόξυλα, ἔτσ’ ἦσα dὰ μαλλιˬά τζη, σὰ τζοὶ μεσάτους ἀρραγοὺς ἦσα dὰ δυˬὸ βυζιˬά τζη Κρήτ. β) Κάδος δερμάτινος δι’ οὗ ἀνασύρεται τὸ ὕδωρ ἐκ τῶν φρεάτων, ἄντλημα Κάλυμν. Συνών. ἰδ. ἑν λ. ἀνασυρτάρι. γ) Πήρα δερματίνη τῶν ποιμένων καὶ τῶν κυνηγῶν εἰς τὴν ὁποίαν θέτουν χρήσιμα αὐτοῖς πράγματα ἢ τὰ θηράματα Ἤπ. Κρήτ.-ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Γεμᾶτο ’φερε τὸν ἀρραγὸ πέρδικες καὶ λαγοὺς Κρήτ. || Ποίημ. Ἀπαρατάω τὸ ραβδί, κρεμάω τὸν ἀρραγό μου, τὴν κόρη ἁρπάζω ὀχ τὰ μαλλιˬὰ καὶ τὴν φιλῶ ’ς τὰ χείληˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. πβ. ἀρράγι 2. 2) Ἀγγεῖον πήλινον εἰς τὸ ὁποῖον ἀμέλγουν καὶ μετακομίζουν τὸ γάλα Κύθηρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA