ἀρραγούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραγούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρραγούλλι τό, Κρήτ. ἀραούλλι Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρραγὸς διὰ τῆς καταλ. -ούλλι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ δερματίνη πήρα, ἀσκίδιον Κρήτ.: Αἴνιγμ. Ἁρμυρὸς κιˬ ἀνάλατας, ᾿ς τ’ ἀρραγούλλι κρέμεται, ροβίθ’ εἶ’ gιˬ ἂ d’ ἀννo͜ιώσῃς! (λέγεται παιγνιωδῶς ἐπὶ πραγμάτων προδήλων). Συνών. ἀρράγι 2. 2) Λίθος ἢ κέραμος ἢ ἄλλο τι πρᾶγμα παρεμφερὲς τὸ ὁποῖον δένουν τὰ παιδία παίζοντα καὶ ἕλκουν ὄπισθέν των (θὰ ἐλέγετο κατ᾽ ἀρχὰς οὕτω θραῦσμα ἀγγείου πηλίνου Πβ. ἀρραγὸς 2) Κάλυμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA