γιˬαλντίζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλντίζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλντίζι τό, Ἄνδρ γιˬαλτίζι Θρᾴκ. (Γέν.) γιˬαλδίζι Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) - Λεξ. Βυζ. γιˬαρδίζι Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaldiz = ἐπιχρύσωσις.
Σημασιολογία
Πολύτιμος λίθος μὲ χρυσᾶς ἀποχρώσεις, ὁ χρυσόλιθος τῶν ἀρχαίων ἔνθ᾽ ἄν.: ᾌσμ. Ἐσύ ᾿σουν τὸ γιˬαλδίζι μου, ἐσύ ’σαι τὸ γιˬαλδίζι μ’· μηδ᾽ ἀπὸ χίλιˬους πιˬάνουσαν μηδ᾿ ἀπὸ δυˬὸ χιλιˬάδες, καὶ τώρα πῶς καὶ πιˬάστηκες μὲ δυˬό, μὲ τρεῖς νομάτους; Αὐδήμ. Ἐgλέζικε καθρέφτη μὲ τὰ γιˬαλντίζια σου, ἐγὼ τραυῶ τοὺς πόνους καὶ τὰ καθήριˬα σου (καθήριˬα = στενοχώριες) Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA