γιˬαλντιζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλντιζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαλντιζώνω Θρᾴκ. (Γέν.) γιˬαλδιζώνω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλντίζι.
Σημασιολογία
Ποικίλλω διὰ χρυσολίθων ἔνθ’ ἄν.: Θέλω νὰ γιˬαλντιζώσω τὸ σπίτι μου. Ποῦ ’ἀν εὕρω γιˬαλτίζι; Γέν. Δέκα κοῦπες, οἱ τέσσερες χρυσὲς γιˬαλδιζωμένες (ἐνν. δίνω) Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA