βώλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βώλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βώλι τό, βώλιν Πόντ. (Οἰν.) βώλι Ἤπ. Πόντ. (Ὄφ.) σβώ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βλάστ.) σβωλὶ Κεφαλλ. Στερελλ. (Ἄμαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βωλίον ἀντὶ βωλί. Διὰ τὸν διὰφορον τονισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,400-401. Διὰ τὴν προσθήκην τοῦ σ εἰς τοὺς τύπους σβώλ’, σβωλὶ ἰδ. ΧΠαντελίδ ἐν Byz. Neugr. Jahr. 5,427.
Σημασιολογία
1) Βῶλος χώματος Εὔβ. (Ἄκρ. Στροπον κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Πόντ. (Ὄφ.) Στερελλ. (Ἄμφ.): Πέρασ’ ἕνα λαγουδά’ ᾿κεῖ πὄκανα χουράφ’ κὶ δὲν εὕρισκα πέτρις, τοὺ ζάλ’σα μὶ τὰ σβώλια κὶ τό ᾽πιασα Ἄκρ. Τρανὰ βώλ ἔ’ τὸ χωράφ’ Ὄφ. Δὲ μπουρῶ νὰ σκάψου τοὺ χουράφ’, γιατὶ εἶνι γιμᾶτου ἀποὺ σβώλια Ζαγόρ. 2)Βῶλος χιόνος Μακεδ. (Βλάστ.): Πόλιμους μὶ τὰ σβώλια. 3) Εἶδος παιδιᾶς Πόντ. (Ὄφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA