ἀρραμματάριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραμματάριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρραμματάριˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρραμματάριˬαστους Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ραμματαριˬαστὸς<ραμματαριˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διαπεπέρασμένος διὰ νήματος, ὁ μὴ ὁρμαθισμένος, ἐπὶ καρπῶν, οἷον σύκων, σπερμάτων ἀμυγδάλου καὶ καρύου κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA