βωλιδιˬαρέτιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βωλιδιˬαρέτιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βωλιδιˬαρέτιν τό, ἀμάρτ. βωλιδκιˬαρέτιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βωλιδιˬάρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έτιν, περὶ ἧς ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 16 (1904) 285.

Σημασιολογία

Βωλαρέτιν, ὃ ἱδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/