ἀρραρούτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραρούτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρραρούτι τό, κοιν. ἀρραρούτ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀρραρότιν Πόντ. (Κερασ.) ἀρραρότι Κωνπλ. ἀρραρότ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀρραρούτθι Νίσυρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἀγγλ. arrow-root.
Σημασιολογία
1) Ἀμυλώδης οὐσία λαμβανομένη ἀπὸ τὰς κονδυλώδεις ρίζας τοῦ φυτοῦ μαραντίας τῆς καλαμοειδοῦς (maranta arundinacea) κατάλληλος ὡς τροφὴ τῶν βρεφῶν (Πβ. ΠΓεννάδ. 639) κοιν.: Ἔβρασαν τὰ ρεβίθιˬα κ᾽ ἔγιναν ἀρραρούτι (ἔβρασαν ὑπὲρ τὸ δέον καὶ ἐχυλοποιήθησαν) Πελοπν. || Φρ. Εἶναι γιὰ ἀρραρούτι πεˬὰ (ἐπὶ νωδοῦ γέροντος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ρυζάλευρον ἢ ἄλλο τι ἄμυλον ὅμοιον πρὸς ἀρραρούτι Κωνπλ. Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA