γιˬαλοκόπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλοκόπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαλοπόπος ὁ, ἐνιαχ. γιˬαλουκόπους Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς καὶ τῆς καταλ -κόπος, περὶ τῆς ὁποίας βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθηνᾶν 22 (1910), 245-247.

Σημασιολογία

1) Ὁ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἁλιεὐων ἰδίως ὄστρεα, ὀστρακόδερμα, μαλάκια καὶ μαλακόστρακα. 2) Ὁ καταγινόμενος μὲ διαφόρους ἐργασίας τῆς θαλάσσης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/